πεζοφόρος

πεζοφόρος
πεζο-φόρος, ον, (
A

πέζα 11.2

) bordered,

ζώματα A.Fr.246

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πεζοφόρος — ον, Α (για ένδυμα) αυτός που έχει πέζα*, παρυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέζα «παρυφή ενδύματος» + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • πεζοφόρα — πεζοφόρος bordered neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζοφόροι — πεζοφόρος bordered masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζοφόροις — πεζοφόρος bordered masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • πεζοφορώ — έω, Α [πεζοφόρος] φορώ ενδύματα που έχουν παρυφή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”